presunto | Bookmarks (4897)
-
Δαιμονοληψία - Βικιπαίδεια
spirit possession. Επίσης: πνευματοληψία, κατάληψη από πνεύμα.
-
spirit possession → δαιμονοληψία, πνευματοληψία
spirit possession. Επίσης: δαιμονοληψία, κατοχή από πνεύμα.
-
spirit possession. Επίσης: πνευματοληψία, κατάληψη από πνεύμα.
spirit possession. Επίσης: δαιμονοληψία, κατοχή από πνεύμα.