economics-translation | historical translation | Legal translation | medical translation | psychology translation
-
Grinder Definition
*ήρεμη/σιωπηλή δύναμη; δουλευταράς; εργάτης; φιλότιμος; αουτσάιντερ;
-
βακτήριο ή βακτηρίδιο;
βακτηρίδιο = υποκοριστικό του (ήδη) υποκοριστικού βακτηρίου (όπως λίγο - λιγάκι - λιγουλάκι)
-
-
-
μετάπτωση - μεταπτώσεις
*mood swings = αλλαγές/εναλλαγές/μεταπτώσεις της διάθεσης / στη διάθεση
-
-
-
-