Newest

translatum.gr ×
  • βακτήριο ή βακτηρίδιο;

    βακτηρίδιο = υποκοριστικό του (ήδη) υποκοριστικού βακτηρίου (όπως λίγο - λιγάκι - λιγουλάκι)

  • spirit possession → δαιμονοληψία, πνευματοληψία

    spirit possession. Επίσης: δαιμονοληψία, κατοχή από πνεύμα.