Newest
βακτήριο ή βακτηρίδιο;
βακτηρίδιο = υποκοριστικό του (ήδη) υποκοριστικού βακτηρίου (όπως λίγο - λιγάκι - λιγουλάκι)
spirit possession → δαιμονοληψία, πνευματοληψία
spirit possession. Επίσης: δαιμονοληψία, κατοχή από πνεύμα.
βακτηρίδιο = υποκοριστικό του (ήδη) υποκοριστικού βακτηρίου (όπως λίγο - λιγάκι - λιγουλάκι)
spirit possession. Επίσης: δαιμονοληψία, κατοχή από πνεύμα.