Όπως έχουμε αναφέρει και σε παλαιότερα άρθρα της ενότητας του in.gr που είναι αφιερωμένη στην ελληνική γλώσσα, δεν είναι ασυνήθιστες οι περιπτώσεις ομοηχίας, με άλλα λόγια η συνύπαρξη λέξεων που προφέρονται μεν το ίδιο, αλλά διαφέρουν ως προς την ορθογραφία, την ετυμολογία και το σημασιολογικό περιεχόμενό τους.

Ένα τυπικό παράδειγμα λέξεων που συγχέονται από ορθογραφικής και εννοιολογικής απόψεως εξαιτίας ακριβώς της ηχητικής ταύτισής τους είναι τα ουσιαστικά σύγκληση, σύγκλιση και σύγκλειση.

Η ετυμολογική προσέγγιση των προαναφερθέντων ουσιαστικών θα μας επιτρέψει, όπως πάντοτε, να κατανοήσουμε τόσο τη σωστή γραφή τους όσο και τη σημασία τους.

Κατ’ αρχάς, το ουσιαστικό σύγκληση παράγεται από το ρήμα συγκαλώ (συν + καλώ), σημαίνει δε την πρόσκληση ενός συνόλου ατόμων (κατά κύριο λόγο, των μελών ενός οργάνου) για ορισμένο σκοπό (ανταλλαγή απόψεων, λήψη αποφάσεων κ.ά.).

Έτσι, διαβάζουμε και ακούμε για σύγκληση συνόδου κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύγκληση του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, σύγκληση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας, σύγκληση της κοινοβουλευτικής ομάδας, σύγκληση διεθνούς διάσκεψης, σύγκληση γενικής συνέλευσης, σύγκληση της ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων, τακτική ή έκτακτη σύγκληση ενός οργάνου κ.λπ.

Το ουσιαστικό σύγκλιση, με τη σειρά του, παράγεται από το ρήμα συγκλίνω (συν + κλίνω), δηλώνει δε κυριολεκτικώς την κίνηση προς την ίδια τοποθεσία και μεταφορικώς την κοινή πορεία με στόχο την κατάληξη στο ίδιο σημείο, δηλαδή την επίτευξη τεθέντων κοινών στόχων, την εξαγωγή ενός κοινού συμπεράσματος ή του επιθυμητού αποτελέσματος.

Έτσι, μπορούμε να κάνουμε λόγο για σύγκλιση όλων των στρατιωτικών μονάδων προς το βόρειο άκρο του μετώπου ή σύγκλιση των αστυνομικών δυνάμεων προς την περιοχή των Εξαρχείων (κυριολεκτικώς), αλλά και για δημοσιονομική ή νομισματική σύγκλιση, σύγκλιση οικονομικών μεγεθών ή επιδόσεων, σύγκλιση απόψεων, θέσεων ή τάσεων (μεταφορικώς).

Τέλος, το ουσιαστικό σύγκλειση παράγεται από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας συγκλείω (συν + κλείω/κλείνω), που σήμαινε, μεταξύ άλλων, κλείνω σφιχτά.

Το εν λόγω ουσιαστικό χρησιμοποιείται στη νέα ελληνική γλώσσα μόνον ως οδοντιατρικός όρος, που δηλώνει τη θέση στην οποία υπάρχει επαφή, συναρμογή των δοντιών της άνω και της κάτω γνάθου ενός ανθρώπου, στο πλαίσιο της συντονισμένης λειτουργίας όλων των στοιχείων του στοματογναθικού συστήματος.

Γράψτε το σχόλιο σας